Της Πέρσας Κορφιάτη – ψυχολόγου
Ο Διαβήτης είναι γνωστός ως μια χρόνια ασθένεια, μια ύπουλη ασθένεια όπως τη χαρακτηρίζουν κάποιοι επιστήμονες, καθώς έχει πολλές πολυπλοκότητες. Πρόκειται για μια ασθένεια που προκαλεί φόβο στους ασθενείς και ανησυχία στους θεράποντες ιατρούς, αφού φέρει διάφορα ρίσκα και δυσλειτουργείς στον ανθρώπινο οργανισμό. Όλες αυτές οι βιολογικές ψυχοφθόρες δυσλειτουργίες συνοδεύονται ως αναμενόμενο από ψυχολογικές διαταραχές του ατόμου.
Οι ψυχολογικές διαταραχές που προκαλεί ο Διαβήτης είναι ποικίλες ανάλογα με την ηλικία του διαγνωσθέντος ατόμου και βεβαίως ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται την στιγμή της διάγνωσης του.
Το άτομο διανύει διαδοχικά κάποια στάδια ανάλογα με την ψυχοσύνθεση του, για να φτάσει στην αποδοχή της ασθένειας του.
Το σοκ σαν αρχικό στάδιο από το ξαφνικό κτύπημα της ασθένειας., (κυρίως στους διαβητικούς με Διαβήτη Τύπου ΙΙ), συνοδεύεται από το φαινόμενο της άρνησης. Η διαδικασία της συνειδητοποίησης της χρόνιας ασθένειας εμπνέει πολλές φορές θυμό και επιθετικότητα, καθώς το άτομο βιώνει την αδικία στην οποία βρίσκεται. Βλέποντας όμως ότι με το θυμό δεν καταφέρνει να εξαφανίσει την ασθένεια του, το άτομο προσπαθεί να μπει σε μια άλλη φάση αυτή της διαπραγμάτευσης.
Δυστυχώς όμως, οι διάφορες διαπραγματεύσεις με την ασθένεια του («αν κάνω … ή … θα γιατρευτώ»), δεν αποδίδουν τίποτα και τότε αντιμετωπίζει την πραγματικότητα της χρόνιας ασθένειας. Αυτή η πραγματικότητα πολλές φορές φέρνει τάσεις κατάθλιψης. Σε αυτό το δύσκολο στάδιο της κατάθλιψης όπου επικρατεί το πένθος των απωλειών (π.χ. του ιδανικού εαυτού, της ελευθερίας,) που του επιβάλλει ο καινούργιος τρόπος ζωής, το άτομο χρειάζεται την κατάλληλη στήριξη για να περάσει στην αποδοχή της ασθένειας του. Το στάδιο της
αποδοχής είναι το σημαντικότερο αφού το άτομο θα βρει μέσα του, τους μηχανισμούς που θα το οδηγούν να διαλέγει τα πράγματα που μπορεί να αλλάξει από αυτά που δεν δέχονται αλλαγή. Το πένθος των διαφόρων απωλειών ολοκληρώνεται, το άτομο αφομοιώνοντας τα
καινούργια δεδομένα της ζωής του επανακαθορίζει τις ανάγκες και τους στόχους που θα φέρουν την προσδοκούμενη ισορροπία.
Ο ρόλος του ψυχολόγου, κατά κάποιον τρόπο επικεντρώνεται στο να ανιχνεύει κάθε τυχόν προαναφερόμενο αρνητικό συναίσθημα (άγχος, φόβο, αβεβαιότητα, θλίψη) που υποβόσκει στο διαβητικό άτομο και εξασθαίνησε κάθε ψυχικό αμυντικό μηχανισμό του.
α) Αν πρόκειται για ένα παιδί, η δυναμική της ψυχολογικής στήριξης επικεντρώνεται στην διαχείριση του προβλήματος αρχικά από τους γονείς με σκοπό την αυτοδιαχείριση του ίδιου του παιδιού.
2
Ο Ινσουλινο-εξαρτώμενος Διαβήτης φέρει μείζονες αλλαγές στη ζωή τους, μια νέα ψυχο – κοινωνική κατάσταση με πολλαπλές ψυχο-πιεστικές αναπροσαρμογές. Το νέο έργο του ζεύγους, είναι συνεχές και επίπονο, απαιτεί την αφιέρωση χρόνου και ενέργειας σε τέτοιο
βαθμό που οδηγεί σε μια κατάσταση «γονικής κόπωσης», (“parental fatigue”) που αναστατώνει κάθε οικογενειακό μέλος όσο και την ποιότητα της συζυγικής ζωής. Η γονική στάση και συμπεριφορά θεωρείται ο κύριος παράγοντας πρόγνωσης της πορείας της
ασθένειας του παιδιού.
Στις περιπτώσεις διάσπασης του ζεύγους και της ψυχο – σωματικής εξουθένωσης εκείνου που έχει την αποκλειστική φροντίδα του παιδιού, συναντάμε είτε μητέρες που εξωτερικεύουν με θλίψη το άγχος και το στρες που τους κυριεύει, και πατέρες που τα
αντανακλούν με οξύ θυμό και οργή. Είτε μητέρες μέσα από μια παντοδύναμη συμμαχία με το παιδί που έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του πατέρα, καταλήγουν σε μια κατάσταση «εξάντλησης από το Διαβήτη», (“diabetes burn-out”). Έχουν αναλάβει την πλήρη ευθύνη της
ρύθμισης του Διαβήτη και μεταδίδουν στο σύζυγο τους την εικόνα του ανεπαρκή κακού πατέρα, την οποία ο τελευταίος υιοθετεί.
Ο ψυχολόγος θα βοηθήσει την οικογένεια να χειριστεί το άγχος και τις ενοχές των γονιών και να συμβάλει στη διεργασία του πένθους ώστε να αποφευχθεί ο διαρκής θρήνος.
Για να προστατευτεί η ζωτικότητα του ζεύγους απαιτείται ισοζυγισμένο μοίρασμα των καθηκόντων της φροντίδας του παιδιού, αμοιβαία αναγνώριση και εκτίμηση της προσφοράς και της υπευθυνότητας κάθε γονέα. Τα παιδιά, ιδίως τα μικρά απολαμβάνουν καλύτερο μεταβολικό έλεγχο όταν οι γονείς εμπλέκονται δραστήρια στην αντιμετώπιση του Διαβήτη. Η καλή συνοχή και επικοινωνία, οι χαμηλοί τόνοι ψυχικών συγκρούσεων, η έντονη επιθυμία επιτυχίας στόχων, έχουν ως αποτέλεσμα έναν καλύτερο έλεγχο του Διαβήτη.
β) Όσον αφορά τον έφηβο, οι ανάγκες που του επιβάλλει η ασθένεια πληθαίνουν. Οι αναπτυξιακές αλλαγές του έφηβου φέρουν και αυτές με τη σειρά τους καινούργια δεδομένα στην δύσκολη καθημερινότητα τους. Η ανάγκη του για ανεξαρτητοποίηση, οι έντονες μεταλλαγές των συναισθημάτων του, η επιθυμία αποδοχής από τις παρέες και τους φίλους και τέλος οι ερωτικές σχέσεις, είναι βασικά στοιχεία της εφηβικής ηλικίας. Απαιτούνται από τους γονείς μεγαλύτερες προσπάθειες κατανόησης και υπομονής, μετρίαση της υπερπροστατευτικότητας τους και τέλος, ποιοτική διαθεσιμότητα επικοινωνίας. Ένα τέτοιο οικογενειακό πλαίσιο επιτρέπει μια καλύτερη επίλυση διαφόρων προβλημάτων που
εμφανίζονται από την ίδια την εφηβεία όσο και από τη νόσο του.
γ) Παράλληλα έχει παρατηρηθεί ότι ανήλικοι και ενήλικοι ασθενείς με Διαβήτη, διατρέχουν το ρίσκο της κατάθλιψης, καθώς η καθημερινότητα τους αποκτά κάποιες δυσάρεστες ψυχοφθόρες ιδιαιτερότητες.
3
Στο πλαίσιο ατομικής θεραπείας ή υποστηρικτικής συμβουλευτικής παρέμβασης, ρόλος του ψυχολόγου είναι να επεξεργαστεί την αρνητική συμπεριφορά, να αντιληφθεί από πού προέρχεται έτσι ώστε να βρει στρατηγικές και μεθόδους που θα βοηθήσουν το άτομο να
αποκτήσει ή και να ενισχύσει ικανότητες και δεξιότητες που θα του επιτρέπουν να αυτόδιαχειρίζεται την ασθένεια του.
Το συγκεκριμένο στοιχείο της αυτοδιαχείρισης είναι πολύ λεπτό σε μια χρόνιαασθένεια όπως ο Διαβήτης. Το διαβητικό άτομο αισθάνεται συχνά βάρος στους δικούς του ανθρώπους, κάτι που τους καθιστά εξαρτώμενους από άτομα του οικείου τους περιβάλλοντος
και έχει σαν αποτέλεσμα την μείωση της αυτοεκτίμησης του.
Ο διαβητικός ασθενής γίνεται αυτόνομος, αρχίζει να ελέγχει ο ίδιος τις διατροφικές του επιλογές και ακόμη διαχειρίζεται άλλες δυσκολίες όπως το στρες και τις διαταραχές διάθεσης που επηρεάζουν τον Διαβήτη.
Ο ρόλος του ψυχολόγου επεκτείνεται στη βελτίωση της σχέσης του ασθενή τόσο με το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό όσο και με το οικογενειακό του περιβάλλον.
Κλείνοντας υπογραμμίζεται ότι είναι ασταμάτητα απαραίτητες η υπομονή, η επιμονή και απεριόριστη αυτό-αποδοχή, έτσι ώστε να αντέχει το διαβητικό άτομο τις ματαιώσεις που αναπάντεχα εμφανίζονται καθημερινά. Με την κατάλληλη ιατρική φροντίδα και την ψυχική προσαρμογή του ατόμου στην καθημερινότητα που του επιβάλλεται, η φυσιολογική ζωή είναι αναμφίβολα εφικτή. Οι πολύ – θεματικές ομάδες στα κέντρα υγείας όπου το διαβητικό άτομο θα μπορούσε ναι βρει τον Θεράποντα Ιατρό του, τον Διαιτολόγο, τον Ποδίατρο, τον Οφθαλμίατρο, τον Ψυχολόγο, δυστυχώς είναι ανύπαρκτες στον τόπο μας. Είναι απαραίτητο να φροντίσουμε όλοι μας για αυτή τη λεγόμενη ολιστική προσέγγιση της ασθένειας. Μια προσέγγιση που αφορά κάθε τομέα και επίπεδο, βιολογικό – ψυχολογικό – κοινωνικό.
Πέρσα Κορφιάτη
Ψυχολόγος
4
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
HAUSER T.S., JACOBSON M.A. WERTLIEB D., WOLDSORF I.J., HERSKOWITZ
D.R., VIEYRA M. & ORLENAS J.(1989). Family contexts of self-esteem and illness
adjustment in diabetic and acutely ill children. In C.N. Ramsy (ed.) Family systems in
medicine. New York, Guilford Press, 469-486.
LA ROSSA R. & LA ROSSA M.M. (1981) Transition to parenthood: how infants change
families. Newbury Park, Sage Publications
POLONSKY W.H. (1999). Diabetes burnout. Alexantria, VA: American Diabetes
Association.
THERNLUND G., DAHLQUITST G., HAGGLOF B., IVARSSON S.A., LENMARK B.,
LUDVIGSSON J. & SJOBLAD S. (1996). Psychological reaction at the onset of insulindependent diabetes mellitus in children and later adjustment and metabolic control. Acta
Paediatrica, 85: 947-953